- σκάρτος
- -η, -ο, Ν1. αυτός που δεν χρησιμεύει σε τίποτε, άχρηστος ή ακατάλληλος2. αυτός που δεν έχει καμιά αξία3. αυτός που παρουσιάζει βλάβη ή ελάττωμα ή είναι κατώτερης ποιότητας4. μτφ. (για πρόσ.) α) αυτός που δεν έχει καλό χαρακτήρα και δεν σέβεται τους κανόνες τής ηθικής («τὸν πήραν για καλό και τούς βγήκε σκάρτος»)β) ο ηθικά απόβλητος5. το ουδ. ως ουσ. το σκάρτοα) (στη γλώσσα τών χαρτοπαικτών) χαρτί τής τράπουλος που αφαιρείται ως περιττό για παιχνίδι ή αντικαθίσταται με άλλοβ) το άχρηστο, αυτό που δεν έχει αξίαγ) ξηροί καρποί που δίνονται ως τροφή στα βόδια.επίρρ...σκάρταμε άσχημο τρόπο, άπρεπα και ανάρμοστα («μού φέρθηκε σκάρτα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scarto].
Dictionary of Greek. 2013.